- πενθημισπίθαμος
- πενθημῐ-σπίθᾰμος [pron. full] [σπῐ], ον, 2 1/2A spans long, Ph.Bel.59.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθημισπίθαμος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ίσο με δυόμισυ σπιθαμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμισπίθαμος] … Dictionary of Greek
πενθημισπιθάμου — πενθημισπίθαμος spans long masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)